- αγένητος
- ἀγένητος, -ον (Α) [γενητός]1. αυτός που δεν έχει δημιουργηθεί, που δεν έχει αρχίσει να υπάρχει, που δεν έχει αρχή, αιώνιος2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει συμβεί3. αβάσιμος, αστήρικτος4. ασυντέλεστος, ημιτελής5. ο αγίνωτος*.
Dictionary of Greek. 2013.